- θύμους
- θύμονCretan thymeneut gen sg (attic epic doric)θύμοςCretan thymemasc acc plθύ̱μους , θυμόωmake angryimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυμούς — θῡμούς , θυμός soul masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THYMUM — et us, Graecis θύμον, et θύμος, vetustissimis temporibus issdem θύμβρη, et ος, recentioribus hicn, transpositis literis θρύμβος, inter condimenta veterum Graecorum fuit, in lautioribus culinis usurpatum, quô et sales condiebant, unde θυμῖται ἁλες … Hofmann J. Lexicon universale
αξέσπαστος — η, ο αυτός που δεν έχει ξεσπάσει, δεν έχει εκδηλωθεί («βόσκεις αξέσπαστους θυμούς και κρατημένα μίση», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
χορτάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει χορτάσει 2. (κατ επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.) 3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» βλ. πίτα β) «ο χορτάτος τού νηστικού… … Dictionary of Greek
αδιαμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διαμαρτύρεται, που υπομένει αγόγγυστα: Υπόμενε αδιαμαρτύρητα τους θυμούς και τις φωνές του. 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε διαμαρτύρηση: Τα γραμμάτια έληξαν, αλλά έμειναν αδιαμαρτύρητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθύμους — ἀθύ̱μους , ἄθυμος fainthearted masc/fem acc pl ἀ̱θύμους , ἀθυμόω dishearten imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθυμόω dishearten imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)